τυρομαλάκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυρομαλάκα θηλυκό
- τοπική, κρητική, ονομασία μαλακού τυριού, αναφέρεται και ως μαλάκα ή τυρομάλαμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυρομαλάκα
|