τυφλώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τυφλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τυφλώνω

τυφλώνομαι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]