τυχοδιωκτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τυχοδιωκτισμός < τυχοδιώκτης + -ισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τυχοδιωκτισμός αρσενικό
- το να είναι κάποιος τυχοδιώκτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τυχοδιωκτισμός