τῆλε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τηλε-

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τῆλε < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel-

Επίρρημα

[επεξεργασία]

τῆλε

  1. μακριά, σε μεγάλη απόσταση
  2. (+ γενική) μακριά από

Σύνθετα

[επεξεργασία]