υαλοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.a.lo.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐α‐λο‐ποι‐ώ
Ρήμα[επεξεργασία]
υαλοποιώ (παθητική φωνή: υαλοποιούμαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- υαλοποιείο
- υαλοποίηση
- υαλοποιήσιμος
- υαλοποιία
- → δείτε τις λέξεις ύαλος, γυαλί και ποιώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υαλοποιώ | υαλοποιούσα | θα υαλοποιώ | να υαλοποιώ | υαλοποιώντας | |
β' ενικ. | υαλοποιείς | υαλοποιούσες | θα υαλοποιείς | να υαλοποιείς | (υαλοποίει) | |
γ' ενικ. | υαλοποιεί | υαλοποιούσε | θα υαλοποιεί | να υαλοποιεί | ||
α' πληθ. | υαλοποιούμε | υαλοποιούσαμε | θα υαλοποιούμε | να υαλοποιούμε | ||
β' πληθ. | υαλοποιείτε | υαλοποιούσατε | θα υαλοποιείτε | να υαλοποιείτε | υαλοποιείτε | |
γ' πληθ. | υαλοποιούν(ε) | υαλοποιούσαν(ε) | θα υαλοποιούν(ε) | να υαλοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υαλοποίησα | θα υαλοποιήσω | να υαλοποιήσω | υαλοποιήσει | ||
β' ενικ. | υαλοποίησες | θα υαλοποιήσεις | να υαλοποιήσεις | υαλοποίησε | ||
γ' ενικ. | υαλοποίησε | θα υαλοποιήσει | να υαλοποιήσει | |||
α' πληθ. | υαλοποιήσαμε | θα υαλοποιήσουμε | να υαλοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | υαλοποιήσατε | θα υαλοποιήσετε | να υαλοποιήσετε | υαλοποιήστε | ||
γ' πληθ. | υαλοποίησαν υαλοποιήσαν(ε) |
θα υαλοποιήσουν(ε) | να υαλοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υαλοποιήσει | είχα υαλοποιήσει | θα έχω υαλοποιήσει | να έχω υαλοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις υαλοποιήσει | είχες υαλοποιήσει | θα έχεις υαλοποιήσει | να έχεις υαλοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει υαλοποιήσει | είχε υαλοποιήσει | θα έχει υαλοποιήσει | να έχει υαλοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υαλοποιήσει | είχαμε υαλοποιήσει | θα έχουμε υαλοποιήσει | να έχουμε υαλοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε υαλοποιήσει | είχατε υαλοποιήσει | θα έχετε υαλοποιήσει | να έχετε υαλοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υαλοποιήσει | είχαν υαλοποιήσει | θα έχουν υαλοποιήσει | να έχουν υαλοποιήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ υαλοποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποιώ (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)