υγραέριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υγραέριο ουδέτερο
- καύσιμη ύλη που διατηρείται σε ειδικά δοχεία υπό πίεση και σε υγρή μορφή, ενώ μετατρέπεται σε αέριο αμέσως μετά την έξοδό του από το δοχείο