υπεκφυγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπεκφυγή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπεκφεύγω, το να αποφεύγεις να τοποθετηθείς σε ένα ζήτημα ή να απαντήσεις ξεκάθαρα σε μια ερώτηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπεκφυγή