υπερθεματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερθεματισμός < ελληνιστική κοινή ὑπερθεματισμός < ὑπερθεματίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερθεματισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπερθεματίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερθεματισμός
|