υπεροψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπεροψία < αρχαία ελληνική ὑπεροψία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπεροψία θηλυκό
- το να έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και η συνακόλουθη περιφρόνηση για τους άλλους
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.pe.ɾoˈpsi.a/