υπερτρίχωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερτρίχωση | οι | υπερτριχώσεις |
γενική | της | υπερτρίχωσης* | των | υπερτριχώσεων |
αιτιατική | την | υπερτρίχωση | τις | υπερτριχώσεις |
κλητική | υπερτρίχωση | υπερτριχώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερτριχώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερτρίχωση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερτρίχωση
|