υπό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπό, υπο-, ὑπο-

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπό < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.po/ προφέρεται άτονο με τόνο στην επόμενη λέξη, εκτός από περιπτώσεις έμφασης
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πό

Πρόθεση

[επεξεργασία]

υπό

  • (λόγιο) συνήθως σε εκφράσεις:
    1. (+ αιτιατική)
      1. κάτω από
        υπό το μηδέν
      2. μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες
        υπό καταρρακτώδη βροχή
        40 βαθμοί Κελσίου υπό σκιάν
      3. (μεταφορικά) για να δηλωθεί κατώτερη θέση ή υποδούλωση, καταπίεση κλπ
        υπό τον ζυγό της δουλείας
        ιστοσελίδα υπό κατασκευή
    2. (+ γενική, παρωχημένο για να δηλωθεί το πρόσωπο που ενεργεί σε παθητική σύνταξη (ποιητικό αίτιο)
      Υπόμνημα, συνταχθέν υπό του τάδε

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]