υπόσχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπόσχομαι < λείπει η ετυμολογία

υπόσχομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. διαβεβαιώνω, δίνω τον λόγο μου ότι θα πραγματοποιήσω κάτι
    Υπόσχομαι ότι θα πάω στη θεία μου σήμερα.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]