υστερεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υστερεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hystérectomie < αρχαία ελληνική ὕστερον + ἐκτομή (< ἐκτέμνω < τέμνω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υστερεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική επέμβαση για (ολική ή μερική) αφαίρεση μήτρας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υστερεκτομή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)