υψωμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υψωμός | οι | υψωμοί |
γενική | του | υψωμού | των | υψωμών |
αιτιατική | τον | υψωμό | τους | υψωμούς |
κλητική | υψωμέ | υψωμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υψωμός αρσενικό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του ύψωση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υψωμός
|