φάρδεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φάρδεμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φάρδεμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φαρδαίνω, το να γίνεται κάτι πιο φαρδύ
- έχω παχύνει και το παντελόνι μου θέλει φάρδεμα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φάρδεμα