φάτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάτσα οι φάτσες
      γενική της φάτσας των φατσών
    αιτιατική τη φάτσα τις φάτσες
     κλητική φάτσα φάτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φάτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική faccia ή (άμεσο δάνειο) βενετική fazza

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φάτσα θηλυκό

  1. (ανεπίσημο) το πρόσωπο
     συνώνυμα: μούρη, μάπα
  2. το ύποπτο άτομο (επιτιμητικά ή ειρωνικά ή χαϊδευτικά)
    είναι μια φάτσα αυτός …
  3. η πρόσοψη κτηρίου
     συνώνυμα: φατσάδα
  4. (ναυτικός όρος) η κατάσταση όπου ο άνεμος μεταβάλλει την κατεύθυνσή του προς τη μεριά της πλώρης (πρώρα), ενόσω το ιστιοπλοϊκό σκάφος πλέει σταθερά
     αντώνυμα: σιγόντο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

φάτσα

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]