φέξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φέξη | ||
γενική | της | φέξης | ||
αιτιατική | τη | φέξη | ||
κλητική | φέξη | |||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φέξη θηλυκό
- (κυριολεκτικά) φέξιμο
- (κατ’ επέκταση) ξημέρωμα
- (αστρονομία) περίοδος κατά την οποία αυξάνεται η φωτεινή επιφάνεια της σελήνης, μέχρι να έχουμε πανσέληνο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- στη χάση και στη φέξη σπανίως
- ≈ συνώνυμα: αραιά και πού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φέξη