φίλτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φίλτρο | τα | φίλτρα |
γενική | του | φίλτρου | των | φίλτρων |
αιτιατική | το | φίλτρο | τα | φίλτρα |
κλητική | φίλτρο | φίλτρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- φίλτρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική filtro < γαλλική filtre[1] ή μεσαιωνική λατινική filtrum (όρος των αλχημιστών)[2]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φίλτρο ουδέτερο
- μέσο διήθησης και επεξεργασίας, συγκράτησης και διαχωρισμού ουσιών, ακτινοβολιών ή και σκέψεων
- ↪ το φίλτρο του τσιγάρου, το φίλτρο της βενζίνης
- ↪ το φίλτρο της φωτογραφικής μηχανής
- ↪ το φίλτρο του ραδιοφωνικού δέκτη (για να απομακρύνει τα παράσιτα)
- ↪ Βάλε και το φίλτρο της λογικής σε όσα άκουσες για να τα εκτιμήσεις ψύχραιμα.
- ↪ έχω φίλτρο για τα ανεπιθύμητα e-mail
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- φίλτρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φίλτρον < φίλητρον < φιλέω-φιλῶ[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φίλτρο ουδέτερο
- ισχυρό συναίσθημα προστασίας και μεγάλη τρυφερότητα, κυρίως της μητέρας προς το παιδί
- ↪ το μητρικό φίλτρο
- οποιοδήποτε παρασκεύασμα με συνήθως παράδοξα συστατικά με μαγικές ιδιότητες
- ↪ ερωτικό φίλτρο, μαγικό φίλτρο
- ≈ συνώνυμα: μαντζούνι, μάγευμα, αφροδισιακά
- (ανατομία) όρος που περιγράφει αυλακώσεις όπως αυτή του άνω χείλους
- (μαθηματικά) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγικό φίλτρο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 φίλτρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)