φαγάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φαγάδικο | τα | φαγάδικα |
γενική | του | φαγάδικου | των | φαγάδικων |
αιτιατική | το | φαγάδικο | τα | φαγάδικα |
κλητική | φαγάδικο | φαγάδικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαγάδικο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαγάδικο