φανερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φανερά < φανερός
Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]φανερά
- όπως όλοι μπορούν να δουν
- χωρίς καμία προσπάθεια απόκρυψης
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φανερά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φανερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φανερό