φιλομουσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλομουσία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιλομουσία θηλυκό
- η αγάπη προς τις καλές τέχνες
- (ειδικότερα) η αγάπη της μουσικής
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιλομουσία
|