φρένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φρένα < φρένες

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φρένα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]