φραγκοράφτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φραγκοράφτης αρσενικό (θηλυκό φραγκοράφτρα)
- (παρωχημένο, επάγγελμα) αυτός που ράβει (ανδρικά κυρίως) ρούχα σε δυτικοευρωπαϊκό στιλ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]- ελληνοράφτης που ράβει ελληνικές φορεσιές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φραγκοράφτης
|