φυσικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυσικό < ουσιαστικοποιημένο επίθετο, το ουδέτερο του φυσικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυσικό ουδέτερο
- χαρακτηριστικό της προσωπικότητας με το οποίο κάποιος έχει γεννηθεί (π.χ. ταλέντο) ή συνήθεια
- Τι να κάνουμε, έχει άσχημα φυσικά (συνήθειες)
- Το κάνει από φυσικού του (αυθόρμητα ή χωρίς να έχει εκπαιδευτεί, έχει ταλέντο ή φυσική κλίση προς αυτό που κάνει)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ζωγραφίζει εκ του φυσικού: ζωγραφίζει βλέποντας το θέμα του και όχι από μνήμης ή χρησιμοποιώντας τη φαντασία του
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυσικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φυσικό