φωνέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωνέω < φωνή

φωνέω

  1. αρθρώνω, συλλαβίζω, ξεστομίζω
  2. φωνάζω
  3. για ζωά: κράζω, βρυχώμαι