φωτοσοπιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωτοσοπιάζω < φωτοσόπ + -ιάζω < (άμεσο δάνειο) αγγλική photoshop < Photoshop < photo + shop

φωτοσοπιάζω, αόρ.: φωτοσόπιασα, παθ.φωνή: φωτοσοπιάζομαι, π.αόρ.: φωτοσοπιάστηκα, μτχ.π.π.: φωτοσοπιασμένος

 συνώνυμα: φωτοσοπιάρω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]