χάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάκι | τα | χάκια |
γενική | του | χακιού | των | χακιών |
αιτιατική | το | χάκι | τα | χάκια |
κλητική | χάκι | χάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάκι ουδέτερο
- (παρωχημένο) δικαίωση, ικανοποίηση
- ※ ―Μὴν κλαίγετε, μὴν ἀπελπίζεσθε· ἐγὼ ἔλαβα καὶ ἄλλας πληγάς, καὶ γνωρίζω μόνος μου τὴν θανάσιμον ποία εἶναι. Ἐὰν βράδυ ἔβγω εἰς τὸ ἀναγκαῖον, εἶμαι καλά· ἐὰν δὲν ἔβγω, εἶμαι κακά, καὶ πεθαίνω. Γνωρίζω ὅμως τὸν αἴτιον, καὶ ἂν ζήσω, τότε παίρνομεν ὅλοι ἀπὸ αὐτὸν τὸ χάκι, εἰδὲ καὶ πεθάνω, ἂς μοῦ κλάσει τὸν ποῦτσο καὶ αὐτός. Τί ἐκέρδισεν; (Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821–1833, εισαγωγή και σημειώσεις: Γιάννης Βλαχογιάννης, Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, τ. 2, Αθήνα 1941, σελ. 507.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)