χάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χακί

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάκι τα χάκια
      γενική του χακιού των χακιών
    αιτιατική το χάκι τα χάκια
     κλητική χάκι χάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάκι < τουρκική hak (δικαιοσύνη) < αραβική حق (ḥaqq, αλήθεια)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]