χάλκινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | χάλκινα | ||
γενική | των | χάλκινων | ||
αιτιατική | τα | χάλκινα | ||
κλητική | χάλκινα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χάλκινα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χάλκινος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάλκινα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χάλκινα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χάλκινα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χάλκινος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)