χαλαζοβρόχι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαλαζοβρόχι | τα | χαλαζοβρόχια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χαλαζοβρόχι | τα | χαλαζοβρόχια |
κλητική | χαλαζοβρόχι | χαλαζοβρόχια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλαζοβρόχι ουδέτερο
- το καιρικό φαινομενο κατά το οποίο παρατηρείται βροχόπτωση και χαλαζόπτωση συγχρόνως
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαλαζοβρόχι
|