χαλασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλασμός οι χαλασμοί
      γενική του χαλασμού των χαλασμών
    αιτιατική τον χαλασμό τους χαλασμούς
     κλητική χαλασμέ χαλασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλασμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαλασμός ουδέτερο

  1. (σπάνιο) το χάλασμα
  2. η μεγάλη αναστάτωση, φασαρία (που καμιά φορά περιλαμβάνει και καταστροφές)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • γίνεται χαλασμός, γίνεται χαλασμός Κυρίουδείτε την έκφραση: χαλάει ο κόσμος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χαλασμός < χαλάω, -ῶ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαλασμός αρσενικό

  1. το χαλάρωμα

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]