χαλκευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλκευτής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο χαλκουργός
- αυτός που παραποιεί την αλήθεια
- χαλκευτής συκοφαντιών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαλκευτής
|