χαλκοβατής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλκοβατής < χαλκός + βαίνω

Επίθετο

[επεξεργασία]

χαλκοβατής,-ής, -ές

  • που βαδίζει πένω σε χαλκό, με γερά θεμέλια (για τους οίκους του Δία και βασιλιάδων), με πάτωμα χαλκοστρρωμένο ή λαμπερό