χαλκογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλκογραφώ < χαλκογραφία + (αναδρομικός σχηματισμός)

χαλκογραφώ (παθητική φωνή: χαλκογραφούμαι)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]