χαλκοκορυστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλκοκορυστής < χαλκός + κορύσσω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαλκοκορυστής,- οῦ αρσενικό

τέκε Μέμνονα χαλκοκορυστήν, Αἰθιόπων βασιλῆα (Ησίοδος)