χαλκοφάλαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]χαλκοφάλαρος, ος, ον
- (για σπίτια) διακοσμημένος με αντικείμενα από χαλκό
- Λάμαχος τίς ἀμφὶ χαλκοφάλαρα δώματα κτυπεῖ; (Αριστοφάνης)