χαλκόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλκόω < χαλκός

χαλκόω-χαλκῶ (μέλλ. χαλκώσω)

  1. κατσκευάζω από χαλκό, ντύνω με χαλκό
  2. μετατρέπω κάτι σε χάλκινο
  3. παθητικό ντύνομαι με χαλκό