χαμο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαμο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαμο- < επίρρημα χάμ(ω} + -ο-[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xa.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μο-

Πρόθημα

[επεξεργασία]

χαμο-, χαμό- (ή σπανιότερα χαμ- πριν από φωνήεν)

  1. του κάτω
    χαμοσέρνω, χαμόσυρτος
  2. του χαμηλού, που ζει χαμηλά, ή κοντά στο έδαφος
    χαμοσυκιά, χαμόκλαδο
    χαμωτίδα
  3. (συνεκδοχικά) του ταπεινού
    χαμόσπιτο

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαμο- < χάμ(ω) + -ο-

Πρόθημα

[επεξεργασία]

χαμο- ή χαμό-

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]