χαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Χαν

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαν < (άμεσο δάνειο) τουρκική han < περσική خان (khan) < μογγολική хаан (παλαιά τουρκικά: , kaγan)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαν αρσενικό άκλιτο

  1. τίτλος πολιτικής ή στρατιωτικής εξουσίας που προήλθε αρχικά από την κεντρική Ασία. Σήμερα έχει αποκτήσει πολλά ισοδύναμα νοήματα όπως διοικητής, αρχηγός ή κυβερνήτης
  2. → και δείτε τη λέξη Χαν

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]