χαράκωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χαράκωσις < χαράσσω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαράκωσις θηλυκό

  1. η οχύρωση
  2. η δημιουργία χαρακώματος