χαριέντως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαριέντως < χάρις

Επίρρημα

[επεξεργασία]

χαριέντως ( & χάριεν)

  1. με χάρη, κομψά, ευγενικά
  2. ευνοϊκά, με καλό σκοπό