χαρμάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαρμάνι | τα | χαρμάνια |
γενική | του | χαρμανιού | των | χαρμανιών |
αιτιατική | το | χαρμάνι | τα | χαρμάνια |
κλητική | χαρμάνι | χαρμάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρμάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική harman < περσική خرمن (xarman)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρμάνι ουδέτερο
- μίγμα από διάφορες ποικιλίες καπνού
- (γενικότερα) μίγμα από διάφορες ποικιλίες κάποιου υλικού
- (ειδικότερα), (οικοδομή) το έτοιμο μίγμα υλικών που θα χρησιμοποιηθεί στο χτίσιμο (σκυρόδεμα, σοβάς κ.λπ.)
- (μεταφορικά) ανακάτωμα, συνονθύλευμα
- (λαϊκό, αργκό) χαρμάνης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)