χαρτονόμισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xaɾ.toˈno.mi.zma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρτονόμισμα ουδέτερο
- χάρτινο νόμισμα που εκδίδεται από την κεντρική τράπεζα μιας χώρας ή ένωσης χωρών και έχει συγκεκριμένες διαστάσεις, παραστάσεις, κείμενο και χαρακτηριστικά που δεν επιτρέπουν την αντιγραφή του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρτονόμισμα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 1104, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου