χασκογελώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χασκογελώ < χάσκω και γελώ

χασκογελώ

  • γελώ με το στόμα ανοιχτό, όχι δηλαδή το φυσικό, εγκάρδιο, αυθόρμητο γέλιο, χαχανίζω μάλλον ενοχλητικά,

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]