χασμάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χασμάδα | οι | χασμάδες |
γενική | της | χασμάδας | των | χασμάδων |
αιτιατική | τη | χασμάδα | τις | χασμάδες |
κλητική | χασμάδα | χασμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χασμάδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χασμάδα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χασμάδα
|