χαψή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χάψη, Χάψη, χαψί

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαψή < τουρκική hapis

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαψή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.