χερσονησοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χερσονησοειδής < χερσόνησος + εἶδος
Επίθετο
[επεξεργασία]χερσονησοειδής, ής, ές
- ο όμοιος με χερσόνησο,
χερσονησοειδής, ής, ές