χλαμύδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλαμύδα οι χλαμύδες
      γενική της χλαμύδας των χλαμύδων
    αιτιατική τη χλαμύδα τις χλαμύδες
     κλητική χλαμύδα χλαμύδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χλαμύδα < αρχαία ελληνική χλαμύς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xlaˈmi.ða/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χλαμύδα θηλυκό

  • κοντός μανδύας που φορούσαν οι έφηβοι ιππείς που περιπολούσαν -η χρήση του αργότερα γενικεύτηκε και στο πεζικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]