χλωρίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χλωρίνη | οι | χλωρίνες |
γενική | της | χλωρίνης | των | χλωρινών |
αιτιατική | τη | χλωρίνη | τις | χλωρίνες |
κλητική | χλωρίνη | χλωρίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χλωρίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chlorine < αρχαία ελληνική χλωρός + -ίνη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χλωρίνη θηλυκό
- η εμπορική ονομασία διαλύματος υποχλωριώδους νατρίου (NaClO), περιεκτικότητας 3%-6% (ανάλογα με τον κατασκευαστή), το οποίο χρησιμοποιείται στο νοικοκυριό ως λευκαντικό και ως ήπιο απολυμαντικό. Είναι τοξικό και διαβρωτικό.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χλωρίνη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)