χλωροθερίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χλωροθερίζω < χλωρός + -ο- + θερίζω

χλωροθερίζω (παθητική φωνή: χλωροθερίζομαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]