χουζουρλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χουζουρλής αρσενικό (θηλυκό: χουζουρλού)
- αυτός που του αρέσει ή έχει τώρα διάθεση για χουζούρεμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χουζούρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χουζουρλής
|